δακνηρά — δακνηρός biting neut nom/voc/acc pl δακνηρά̱ , δακνηρός biting fem nom/voc/acc dual δακνηρά̱ , δακνηρός biting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακνηρόν — δακνηρός biting masc acc sg δακνηρός biting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακνηραῖς — δακνηρός biting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακνηραί — δακνηρός biting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακνηροῖς — δακνηρός biting masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακνηρούς — δακνηρός biting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακνηρῷ — δακνηρός biting masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια … Dictionary of Greek