δακνηρός

δακνηρός
δακνηρός, -ά, -όν (Α)
1. ο δηκτικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δακνηρόν
η δηκτικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκνω (πρβλ. οδυνηρός). Το επίθετο χρησιμοποιείται με μεταφορική σημασία και προσδιορίζει ό,τι προκαλεί ψυχικό πόνο, οδύνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δακνηρά — δακνηρός biting neut nom/voc/acc pl δακνηρά̱ , δακνηρός biting fem nom/voc/acc dual δακνηρά̱ , δακνηρός biting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακνηρόν — δακνηρός biting masc acc sg δακνηρός biting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακνηραῖς — δακνηρός biting fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακνηραί — δακνηρός biting fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακνηροῖς — δακνηρός biting masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακνηρούς — δακνηρός biting masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακνηρῷ — δακνηρός biting masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”